εγκωμιασμός

εγκωμιασμός
ο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εγκωμιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγκωμιασμός — ο το να εγκωμιάζει κανείς κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • εξύψωση — η 1. το να εξυψώνεται, να ανεβαίνει ψηλότερα κάποιος ή κάτι 2. ο θερμός έπαινος, ο εγκωμιασμός («η εξύψωση τής προσφοράς του») …   Dictionary of Greek

  • μεγάλυνση — η 1. η ενέργεια τού μεγαλύνω, το να εξυψώνει κανείς κάποιον ή κάτι 2. εκκλ. το να εξυμνεί κάποιος τον Θεό, ανύμνηση, εγκωμιασμός, δοξολογία τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλύνω] …   Dictionary of Greek

  • υμνογραφία — η, Ν [υμνογράφος] 1. εκκλ. σύνθεση εκκλησιαστικών ύμνων, κλάδος τής εκκλησιαστικής γραμματείας, ο οποίος συνδέει τη θρησκευτική ποίηση και μελωδία με τη λατρεία τής Εκκλησίας 2. εγκωμιασμός με ύμνους …   Dictionary of Greek

  • υμνολογία — η / ὑμνολογία, ΝΜΑ [ὑμνολόγος] νεοελλ. 1. εγκωμιασμός με ύμνους 2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους 3. δοξολογία 4. εκκλ. το μάθημα τής θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία τής εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη… …   Dictionary of Greek

  • εκθειασμός — ο αποθέωση, εξύμνηση ως τον ουρανό, εγκωμιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξύψωση — η ανύψωση, έξαρση, και μτφ., μεγάλυνση, εγκωμιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υμνογραφία — η 1. η εξύμνηση με ωδές, ο εγκωμιασμός με ύμνους. 2. η σύνθεση εκκλησιαστικών ύμνων: Η υμνογραφία της ορθόδοξης Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υμνολογία — η 1. εγκωμιασμός με ύμνους, εξύμνηση, έπαινος: Ο λόγος του ήταν υμνολογία των ηρώων. 2. πραγματεία για εκκλησιαστικούς ύμνους. 3. υμνωδία (βλ. λ.). 4. δοξολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”